- έλκωμα
- το, -ατοςτραύμα που κατάντησε έλκος, πληγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἕλκωμα — sore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκωμα — το (AM ἕλκωμα) νεοελλ. τραύμα που έγινε έλκος αρχ. μσν. 1. πληγή 2. τμήμα τού κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης … Dictionary of Greek
ἑλκωμάτων — ἕλκωμα sore neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκώμασιν — ἕλκωμα sore neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκώματα — ἕλκωμα sore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RESINA — ut eliciatur, τὴν πέυκην, i. e. piceam, in cortice vulnerari et corticem ipsum auferri, ait Theophrastus; quô factô ςυῤῥεῖ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης, confluit in vulneus abundantior humiditas: at in abiete et pinu lignum etiam ipsum… … Hofmann J. Lexicon universale
έκθλιμμα — ἔκθλιμμα, το (Α) έλκωμα δερματικό που οφείλεται σε έκθλιψη … Dictionary of Greek